Συνέντευξη στον δημοσιογράφο Δημήτρη Καπράνο και την εφημερίδα «Δημοκρατία» έδωσε ο πρόεδρος των παλαιμάχων του Εθνικού Ανδρέας Αντωνάτος. Ο «Μαέστρος» αναφέρθηκε στα Πειραϊκά ντέρμπι με τον Ολυμπιακό, στην σχέση του με τον Δημήτρη Καρέλλα, αναλύει τι άνθρωπος ήταν ο μεγαλύτερος πρόεδρος του Εθνικού, μιλάει για τον Δομάζο και αν αυτός ήταν ο λόγος που δεν έπαιζε στην Εθνική, λέει ποιον Έλληνα ποδοσφαιριστή θεωρεί κορυφαίο μέχρι και σήμερα και ποιους προπονητές θυμάται καθώς και ποιους παίχτες ξεχώρισε.
Η συνεντευξη
Όταν ο Ανδρέας Αντωνάτος σήκωνε το κεφάλι, όλοι περίμεναν τη μεγάλη μπαλιά. Λες και είχε στα πόδια μοιρογνωμόνιο, σημάδευε κι έστελνε τη μπάλα λίγο πιο μπροστά από τα πόδια του Τάκη Χατζηϊωάννογλου. Ο «Τσαφ», ο ταχύτερος εξτρέμ που πέρασε από τα ελληνικά γήπεδα, δεν χρειαζόταν να κάνει πολλά. Απλώς άφηνε πίσω τον αντίπαλο, προλάβαινε τη μπάλα και ήταν πλέον αντιμέτωπος με τον τερματοφύλακα.
Στη δεκαετία του ’60, 0 Εθνικός Πειραιώς διέθετε το καλύτερο κέντρο. Αντωνάτος, Λεβεντάκος, Νικηφοράκης. Μια τριάδα που δεν άφηνε περιθώρια για «πολλά-πολλά». Έπρεπε να ιδρώσει πολύ ο αντίπαλος για να ξεπεράσει το οχυρό. Κόφτης ο Νικηφοράκης, «Σκυλί» ο Λεβεντάκος και «μαέστρος» ο Αντωνάτος.
«Μόνο τον Ολυμπιακό δεν κερδίσαμε όσο έπαιξα στον Εθνικό. Μου έμεινε ο καημός. Κι όταν βρισκόμασταν στο παρά πέντε για να κερδίσουμε, πάντα «κάτι» συνέβαινε και βρισκόμασταν από κάτω…»
Συζητάμε στο καφενείο της πλατείας, έξω από τον Άη Νικόλα, στα Σελήνια. Εδώ αράζει τα καλοκαίρια, με τη φαμίλια του και απολαμβάνει την ηρεμία, με φίλους, κολύμπι , ουζάκι και αναμνήσεις. Παράλληλα, όποτε του ζητήθηκε , κάθισε στον πάγκο της αγαπημένης του ομάδας. Πότε ως βοηθός, πότε ως κύριος προπονητής.
Δηλαδή τι ήταν αυτό το «κάτι», που συνέβαινε στα ματς με τον Ολυμπιακό;
«Για να είμαστε ειλικρινείς, ο Ολυμπιακός διέθετε συνήθως καλύτερη ομάδα. Παιχταράδες, Υφαντής, Μπέμπης, Σιδέρης, Ρωσίδης, Παπάζογλου, Μποτίνος, Γιούτσος. Αλλά κι εμείς, είχαμε πολύ δυνατή ομάδα. Βαλλιάνος, Κρεμμύδας,Νικηφοράκης, Λεβεντάκος, Χταζηϊωάννογλου, Γιαννίτσας. Κάποιες φορές κάναμε καλύτερο παιχνίδι, αλλά μετά το 80’ άρχιζαν οι «τρεμούλες». Κάποιοι έτρεμαν παραπάνω, σφύριζε κι ο διαιτητής περίεργα, χάναμε! Έτσι απλά.»
Τόσο απλά;
«Τόσο απλά. Κι όχι πως ήταν πάντα ύποπτα τα πράγματα. Αλλά, όπως και να γίνει, όλοι ήταν με τον ισχυρότερο.»
Με τις άλλες ομάδες του τότε ΠΟΚ (σημ. συντ: Π(αναθηναϊκός) Ο(λυμπιακός) Κ(ωνσταντινούπολις).
«Είχαμε κερδίσει και τον Παναθηναϊκό και την ΑΕΚ. Θυμάμαι, το 1963 παίζαμε με τον Παναθηναϊκό τελευταίο ματς της χρονιάς στο «Καραϊσκάκη». Αν κερδίζαμε, θα έπαιζε μπαράζ με την ΑΕΚ για το πρωτάθλημα. Κερδίσαμε με 4-2 και η ΑΕΚ πήρε το πρωτάθλημα, αφού το μπαράζ έληξε 3-3 και είχε καλύτερο συντελεστή τερμάτων»
Λέγεται ότι έπειτα από το ματς, πήρατε ένα γερό δώρο από «φίλους της ΑΕΚ».
«Δεν ξέρω τι λέγεται, αλλά εμένα ο Αείμνηστος Δημήτρης Καρέλας μου έδωσε 120.000, που μου τα είχε τάξει αν κερδίζαμε τον αγώνα. Πήραν και οι συμπαίκτες μου πριμ, αλλά εγώ πήρα τα περισσότερα. Ο Καρέλας πίστευε ότι εγώ κέρδιζα τα παιχνίδια.»
Δηλαδή;
«Παίζουμε στην Τούμπα με τον ΠΑΟΚ και ο Καρέλας έχει βάλει στοίχημα με ένα φίλο του ότι δεν θα χάσουμε.»
Μεγάλο στοίχημα;
«Όχι, τίποτα καφέδες ή ουίσκι έβαζε συνήθως, αλλά ήθελε να κερδίζει. Παίζουμε χάλια και χάνουμε 1-0. Στο ημίχρονο κατεβαίνει στα αποδυτήρια. «Αν χάσετε σήμερα, βρε, θα σου κόψω τη μπάλα» μου λέει. «Και τι να κάνω; Μόνος μου παίζω;» λέω εκνευρισμένος. «Βρε, άμα θες εσύ, δεν χάνει η ομάδα» λέει και φεύγει. Στο τελευταίο λεπτό, κάνει μια σέντρα ο «Τσαφ» ,σηκώνομαι για ανάποδο ψαλίδι, πιάνει το κόλπο και ισοφαρίζω! Έρχεται στα αποδυτήρια με ένα χαμόγελο περίεργο και λέει, μπροστά σε όλους. «Δε στο είπα εγώ, βρε; Άμα θες εσύ, δεν χάνουμε»! Μια άλλη φορά παίζουμε στη Νέα Σμύρνη με την Καλαμαριά. Αν δεν κερδίσουμε, κινδυνεύουμε με υποβιβασμό. «Βρε, άμα χάσετε σήμερα, μην πας το βράδυ στο σπίτι σου» μου λέει στα αποδυτήρια. «Κι αν κερδίσουμε;» του λέω. «Αν κερδίσουμε, θα έρθω εγώ σπίτι σου» μου απαντά. Έβαλα δυο γκολ, κερδίσαμε 3-1 και το βράδυ πέρασε από το σπίτι, κορνάρισε, βγήκα έξω και μου έδωσε, τότε, 50.000 δραχμές!»
Ήξερε από μπάλα ο Καρέλας;
«Δεν νομίζω, αλλά αγαπούσε τον Εθνικό και ήθελε να έχει μια ομάδα που θα κερδίζει. Με τον καιρό ο Εθνικός του έγινε πάθος.»
Ξόδευε λεφτά;
«Εκατομμύρια! Ντρεπόμουν να ζητήσω περισσότερα από όσα μου έδινε. Όταν του είπα ότι παντρεύομαι, μου είπε να πάω στο «Αγαίον». Πήγα και είδα στο έξω από το γραφείο του συμπαίκτες μου να περιμένουν. Κατάλαβα, δεν μου άρεσε το σκηνικό κι έκανα να φύγω. Με είδε και με φώναξε. «Πήγαινε κάτω, βρε, σε περιμένει το φορτηγό» μου είπε. Είχε γεμίζει ένα φορτηγό με «προικιά» για τον γάμο μου! Αυτός ήταν ο Καρέλας. Ο Εθνικός ήταν σπίτι του κι εμείς παιδιά του.»
‘Ηταν τόσο γυναικάς όσο λένε;
«Αθεράπευτος! Άμα του άρεσε μια γυναίκα, θα την κατακτούσε οπωσδήποτε! Ήταν γόης, με τον δικό του τρόπο. Όχι μόνο με τα λεφτά. Αλλά το φουστάνι ήταν η αδυναμία του. Θυμάμαι μια φορά στα αποδυτήρια με τον Πάνο Μάρκοβιτς. «Βρε, βάλε μέσα τον «τάδε» σήμερα» του λέει. «Μα, κύριε Δημήτρη, δεν είναι ακόμη έτοιμος, θέλει προπόνηση» του απαντά. «Ναι, αλλά έχει μια αδελφή μούρλια!» του λέει ο Καρέλας και φεύγει…»
Στην Εθνική έπαιξες;
«Σε όλες τις εθνικές. Στην ανδρών είχα τέσσερις συμμετοχές. Έβαλα κι ένα γκολ.»
Είναι αλήθεια ότι δεν έπαιζες επειδή υπήρχε ο Δομάζος;
«Ο Μίμης ήταν τεράστιος παίκτης, Αλλά αν έπαιζα κι εγώ στο ΠΟΚ, θα ήμουν βασικός στην Εθνική.»
Ποιόν θεωρείς μέχρι σήμερα κορυφαίο Έλληνα ποδοσφαιριστή;
«Τον Μίμη Παπαϊωάννου. Τα είχε όλα. Βλέπω σήμερα το ποδόσφαιρο και λέω ότι αυτά που θεωρούνται απίθανα πράγματα, εμείς τα κάναμε κάθε Κυριακή. Ντρίπλες, πάσες, κομπίνες, ψαλίδια. Τώρα κάνει ο Μέσι μια ντρίπλα και τρελαίνεται ο σπίκερ. Δεν λέω, μεγάλοι παίκτες είναι, αλλά αν είχαν οι παίκτες της εποχής μας τα σημερινά μέσα τι θα έκαναν; Θα πετούσαν;»
Πότε πήγες στον Εθνικό;
«Το 1960. Ήμουν στην Εθνική ενόπλων με τον Γιαννίτσα και με «έψησε». Με πήγε στον Καρέλα και με πήρε στον Εθνικό. Έπαιζα στην Παναχαϊκή και είχα ξεκινήσει από τον Ηρακλή Πατρών. Στον εθνικό έπαιξα μέχρι το 1971. Είναι μεγάλη ομάδα ο Εθνικός, πολύ μεγάλη.»
Ποιους προπονητές θυμάσαι;
«Μεγάλος ο Βικ Μπάκιγχαμ, σπουδαίοι ο Πάνος Μάρκοβιτς και ο Λάκης Πετρόπουλος. Μου άρεσαν ο Ρεχάγκελ και ο Σάντος.»
Ποιούς παίκτες ξεχωρίζεις;
«Από την εποχή μου τους Παπαϊωάννου, Δομάζο, Παπαεμμανουήλ, Νεστορίδη, Κρεμμύδα, Βαλλιάνο, αργότερα τον Κούδα, τον Σαράφη. Σήμερα, υπάρχουν πολλοί καλοί παίκτες, αλλά ποιος τους αφήνει να φανούν; Τους πνίγουν με τις ξένες μετριότητες που φέρνουν είτε για «ένσημα» είτε για κόλπα μα τους μάνατζερ. Το 2004 πήραμε το Ευρωπαϊκό χάρη σε μια δυνατή φουρνιά Ελλήνων, αλλά δεν ποτίσαμε το σπόρο εκείνο και μαράθηκε. Η λύση είναι οι Έλληνες να παίζουν και όχι οι ξένοι στις ελληνικές ομάδες.»”