Mέχρι σήμερα αποτελεί τη μια και μοναδική ελληνική ταινία που ασχολείται με τον αθλητισμό και ειδικά με το ποδόσφαιρο, στην οποία μάλιστα πρωταγωνιστούν έλληνες ποδοσφαιριστές.
Πρόκειται για την ταινία «Οι άσσοι του γηπέδου», η οποία γυρίστηκε το 1956 σε σκηνοθεσία Βασίλη Γεωργιάδη – η πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα – και σενάριο του Ιάκωβου Καμπανέλλη.
Η ταινία επικεντρώνεται στις δραστηριότητες μερικών από τους πιο δημοφιλείς ποδοσφαιριστές της δεκαετίας του ’50, όταν δεν υπήρχε ακόμα επαγγελματικό ποδόσφαιρο και οι παίκτες αγωνίζονταν από αγάπη για το άθλημα και τη δόξα.
Βασίζεται σε αληθινά γεγονότα και βασικοί πρωταγωνιστές της είναι οι ίδιοι οι αθλητές πρότυπα, που ενσαρκώνουν τους εαυτούς τους.
Οι ποδοσφαιριστές αυτοί (μύθοι σήμερα) ήταν οι Ανδρέας Μουράτης, Κώστας Λινοξυλάκης, Στάθης Μανταλόζης, Λάκης Πετρόπουλος, Κώστας Πούλης, Γιώργος Δαρίβας, Γιώργος Καμάρας, Χρήστος Κοτρίδης, Μπάμπης Δρόσος και Βαγγέλης Πανάκης.
Η υπόθεση περιέγραφε ένα πραγματικό γεγονός που συνέβη στην εθνική ομάδα της Ελλάδας, πριν από έναν επίσημο αγώνα της, γεγονός που είχε ως συνέπεια την τιμωρία των ποδοσφαιριστών που συμμετείχαν σε αυτό, αλλά και το διχασμό των φιλάθλων.
“Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΟΥΡΑΤΗΣ είχε εξαφανιστεί τον τελευταίο καιρό από τα στέκια του. Όσοι τον γνώριζαν καλά, ήξεραν και τον λόγο. Προσωπικός, αντρικός. Αυτή η περίεργη φιγούρα, σχεδόν ‘κλοσάρ’ της ποδοσφαιρικής πραγματικότητας, είχε παραιτηθεί απ’ όλα τον τελευταίο καιρό.
ΟΣΟΙ ΕΙΧΑΝ την τύχη να δουν την ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη ‘Οι άσσοι του γηπέδου’ πρέπει να γνωρίζουν ότι ο Μουράτης υποδυόταν τον εαυτό του. Ντόμπρος, μπαλαδόρος, μεροκαματιάρης. Και ήταν μια καλή ευκαιρία να δούμε πάλι κάποια πρόσωπα που σημάδεψαν το ελληνικό ποδόσφαιρο.
Ο ΜΑΝΤΑΛΟΖΗΣ, που τον κηδέψαμε πριν από μερικά χρόνια στην ‘Ευαγγελίστρια’, ο Πούλης, που έφυγε πρόωρα κι αυτός, ο Πετρόπουλος, ο ‘καπετάνιος’ των γηπέδων, από τους λίγους που ‘πρόκοψε’ στον χώρο ως προπονητής και πέθανε στο αεροπλάνο προς τις Η.Π.Α., σε ταξίδι των ‘παλαιμάχων’. Μοναδικός επιζών από τους πρωταγωνιστές ο Κώστας Λινοξυλάκης, που καταξιώθηκε ως προσωπικότητα της αθηναϊκής ζωής.
‘ΕΚΕΙΝΟ που μου έκανε εντύπωση ήταν το γεγονός ότι οι ποδοσφαιριστές δεν ήσαν πλούσιοι’, είπε ο γιος μου, που δεν έζησε τα ηρωικά του ‘ποδηλατοδρομίου’ ή των ‘ξερών’ γηπέδων της μεγάλης κατηγορίας. Ναι, οι ποδοσφαιριστές δεν ήταν πλούσιοι στην εποχή του Μουράτη. Δεν ήταν στην πρώτη γραμμή του ‘λάιφ στάιλ’, δεν έκαναν μεταγραφές εκατομμυρίων, δεν είχαν επενδύσεις, δεν ήταν ‘γαμπροί’ περιζήτητοι.
ΑΝΤΙΘΕΤΑ, ανήκαν σε δεύτερο κοινωνικό στρώμα, καθώς αγωνίζονταν να ‘περάσουν’ στο ευρύ κοινό ένα άθλημα λαϊκό που δεν είχε ακόμη διεισδύσει στην ‘ψηλή κοινωνία’. Πού να καταλάβουν αυτά τα πράγματα οι σημερινοί. Πώς να διανοηθούν οι ήρωες των κοσμικών στηλών, οι συνοδοί των καλλιτέχνιδων και οι ποζάροντες ως μοντέλα στα εξώφυλλα των περιοδικών ότι οφείλουν την εξέλιξη και την καταξίωσή τους στα στραβά πόδια του Μουράτη, του Πούλη, του Δαρίβα, του Μπέμπη, του Μηγιάκη, του Ανδριανόπουλου, του Δομάζου, του Σοφιανού, του Παπαεμμανουήλ, του Λουκανίδη.
ΠΩΣ ΝΑ ΑΝΤΙΛΗΦΘΟΥΝ οι σημερινοί κρατούντες τις τύχες του ελληνικού ποδοσφαίρου το μεγαλείο της ψήφου του Λεωνίδα Ανδριανόπουλου στην περίφημη ‘ιστορία των λουλουδιών’ υπέρ του Παναθηναϊκού. Πώς να νιώσουν οι σημερινοί φίλαθλοι ότι ο καλύτερος φίλος των Ανδριανοπουλαίων ήταν ο Μηγιάκης!
ΠΩΣ ΝΑ ΑΙΣΘΑΝΘΟΥΝ οι σημερινοί ‘παράγοντες’ ότι ομάδες όπως ο Φωστήρας, ο Εθνικός, ο Ατρόμητος, ο Αργοναύτης, που τροφοδοτούσαν το ελληνικό ποδόσφαιρο με καθαρό και υγιές αίμα, το έκαναν αυτό χωρίς να παρεμβάλλονται στη μετάγγιση μάνατζερ, δημοσιογράφοι και ‘μαρκούτσια’.
ΔΕΝ ΘΑ ΗΤΑΝ άσχημη η ιδέα, στις αίθουσες των πολυτελών ξενοδοχείων ή των άνετων αποδυτηρίων όπου μαζεύονται οι ποδοσφαιριστές πριν από κάθε τους αγώνα, να βλέπουν σε ‘βίντεο’ την ταινία του Γεωργιαδη΄ για να καταλάβουν το μεγαλείο του Μουράτη και της ‘παλιοπαρέας’ του, την αλληλεγγύη μεταξύ των ποδοσφαιριστών, την αγάπη τους για την Εθνική ομάδα, τον έρωτά τους για τη ‘στρογγυλή θεά’.
‘ΝΑ ΧΤΥΠΑΤΕ την μπάλα εκεί που πονάει’, έλεγε ο Μουράτης στους παίκτες ως προπονητής. Κι εννοούσε το ‘φάλτσο’ στα πλάγια τοιχώματα του φουσκωμένου δέρματος. Εκεί ‘πονούσε’ η μπάλα. Και οι ποδοσφαιριστές ‘πονούσαν’ πρώτα στην καρδιά, μετά στα πόδια και σχεδόν ποτέ στην τσέπη! “.
[Άρθρο του Δημήτρη Καπράνου στην “Καθημερινή της Κυριακής” (αριθμός φύλλου: 24.663) της 17ης Δεκεμβρίου του 2000.]
Ακολουθεί ένα απόσπασμα από την ταινία