«Θέλω να ξεκινήσεις την αφήγηση της ζωής και της καριέρας μου ως εξής: Οταν με την οικογένειά μου μετακομίσαμε στη Δραπετσώνα, άκουγα τους γέροντες-μάγκες να λένε: «Μία φορά ζεις…».
(Στην φώτο είναι στο κέντρο,καθιστός.)
Αυτό το σλόγκαν το εφάρμοσα στη ζωή μου και γλέντησα τα λεφτά που κέρδισα από το ποδόσφαιρο. Κι αν είχα βγάλει κι άλλα, θα τα είχα “φάει” όλα. Η καλύτερή μου μετεγγραφή ήταν αυτή στον… ΟΛΠ. Τον περασμένο Απρίλιο πήρα και τη σύνταξή μου και πλέον έχω αφοσιωθεί στο αγαπημένο μου χόμπι, το ψάρεμα. Με την προπονητική δεν ασχολήθηκα, παρ’ ότι έχω δίπλωμα από το 1990, γιατί είμαι νευρικός.
Πάμε τώρα και στα καθαρά ποδοσφαιρικά: Οταν ήρθαμε στη Δραπετσώνα, ξεκίνησα να κλοτσάω μπάλα στην Υπαπαντή. Μια μέρα μας κάλεσαν για ένα φιλικό με την εφηβική ομάδα του Εθνικού στο Καραϊσκάκη. Εμείς πήγαμε με τρύπιες κάλτσες, με πάνινα παπούτσια και σκισμένες μπλούζες, αλλά τους κερδίσαμε εύκολα, παρ’ ότι παίζαμε για πρώτη φορά σε χόρτο. Αυτό ήταν. Εδιωξαν σχεδόν όλη την ομάδα τους και πήραν εμένα και τους συμπαίκτες μου από την Υπαπαντή.
Σε ένα παιχνίδι εφηβικών ομάδων μεταξύ Εθνικού και Ολυμπιακού νικήσαμε και σκόραρα δύο φορές. Ενας παράγοντας του συλλόγου ήρθε στα αποδυτήρια και μου είπε: “Στον Πειραιά υπάρχει ένα εργοστάσιο που λέγεται ‘Αιγαίον’. Να πας και να ζητήσεις τον κ. Καρέλλα, θα σε περιμένει”. Την επόμενη μέρα φεύγω από τη Δραπετσώνα με τα πόδια και ψάχνοντας βρήκα το εργοστάσιο. Θυμάμαι πως είχε κάτι τεράστιες πόρτες και στην είσοδο ήταν ένα ντερέκι. Με καθοδήγησε και έφτασα στο γραφείο του Καρέλλα. Εκείνη την ώρα μιλούσε στο τηλέφωνο, με είδε και πέταξε ένα μάτσο με λεφτά. “Πάρ’ τα και συνέχισε έτσι, παιδί μου” μου είπε, και συνέχισε να μιλάει στο τηλέφωνο. Μάζεψα τα λεφτά και πήγα σφαίρα στο σπίτι. Δίνω το πακέτο με τα λεφτά στη μάνα μου, η οποία άρχισε να ουρλιάζει. “Τι είναι αυτά; Από πού τα έκλεψες;” φώναζε, και έφαγα και τις ψιλές μου. Και όταν ήρθε και ο πατέρας μου σπίτι, με έκανε μαύρο στο ξύλο γιατί νόμιζαν πως είχα κλέψει τα λεφτά και δεν πίστευαν πως μου τα είχαν δώσει για την μπάλα. Θυμάμαι πως με αυτό το ποσό αγόραζες τότε ένα διαμέρισμα.
Το ντεμπούτο μου στην Α’ Εθνική το έκανα σε εκτός έδρας παιχνίδι με το Αιγάλεω (8 Ιανουαρίου 1978), το οποίο μάλιστα κερδίσαμε με δικό μου γκολ στα τελευταία λεπτά. Είχα προτάσεις να πάω στην ΑΕΚ και στον ΠΑΟΚ, αλλά δεν με πούλησαν.
Αν και μεγάλωσα ουσιαστικά στη Δραπετσώνα, ήμουν αντι-ολυμπιακός και ΠΑΟΚτζής. Σε παιχνίδια με τον ΠΑΟΚ θυμάμαι ακόμα δύο περιστατικά και πραγματικά ανατριχιάζω: Σε ένα ματς στο Φάληρο βρέθηκα κοντά στο σημαιάκι του κόρνερ με τον Κούδα, που ήταν το ίνδαλμά μου, του πέρασα την μπάλα κάτω από τα πόδια και του ξέφυγα. Ο Κούδας όχι μόνο δεν ενοχλήθηκε, αλλά ήρθε στα αποδυτήρια, με αγκάλιασε και μου έδωσε συγχαρητήρια. Ηταν μεγάλος παίκτης και μεγάλος άνθρωπος.
Το δεύτερο περιστατικό έγινε στη Θεσσαλονίκη: Ημουν πιτσιρικάς και την ώρα του γεύματος ενημερώνομαι από τον προπονητή ότι θα παίξω βασικός στο ματς με τον ΠΑΟΚ. Από το άγχος μου βγήκα στο δρόμο και έκανα τράκα από έναν περαστικό. Ανέβηκα στο δωμάτιο και άρχισα να καπνίζω πίσω από τις κουρτίνες. Ξαφνικά δέχτηκα μία σφαλιάρα. Ηταν ο συμπαίκτης μου, ο Μανώλης Παπάς, ο οποίος με πρόσεχε και δεν ήθελε να παρασύρομαι».
***
Ο Παναγιώτης Κοτίδης γεννήθηκε στις 5 Μαΐου 1959 στην Κατερίνη και στα εφηβικά του χρόνια έπαιξε στην Υπαπαντή. Το 1977 πήγε στον Εθνικό, όπου παρέμεινε 13 χρόνια με 300 συμμετοχές σε αγώνες πρωταθλήματος και 58 γκολ. Ηταν επί σειρά ετών από τους καλύτερους δεξιούς εξτρέμ των ελληνικών γηπέδων. Μία σεζόν έπαιξε στον Ιωνικό, ενώ τα παπούτσια του τα κρέμασε στα Χανιά.
Στο βίντεο πετυχαίνει το 2ο γκολ για την ομάδα μας
Η συνέντευξη δόθηκε στο http://www.enet.gr/