«Επαιζα ποδόσφαιρο στα χωραφάκια, στη Νίκαια. Τον Γενάρη του 1960 πήγα στην Πρόοδο Αθηνών. Ημουν 15 ετών, αλλά αγωνίστηκα αμέσως, έχοντας προπονητή τον Λάκη Πετρόπουλο και σε μισή σεζόν πέτυχα 19 γκολ.
Το καλοκαίρι του ’60 ο Πετρόπουλος με πήγε στην ΑΕΚ. Ηθελα και εγώ, ήμουν ΑΕΚτζής λόγω καταγωγής, ο πατέρας μου ήταν από την Κωνσταντινούπολη και η μητέρα μου από τη Σμύρνη. Δοκιμάστηκα από τον Τρύφωνα Τζανετή και με έστειλε να υπογράψω δελτίο. Ομως, η Πρόοδος ζήτησε 25.000 δραχμές. Δεν τα έδωσε η ΑΕΚ και ένας φίλος, ο Τάκης Μαλεσιάνος, κανόνισε ραντεβού με το αφεντικό του Εθνικού, τον Δημήτρη Καρέλλα, στη Νέα Σμύρνη.
Ο πρόεδρος ήρθε με μία άσπρη Κάντιλακ. “Είναι μικρός. Αυτό το παιδάκι θα πάρουμε;” ρώτησε. Συζητήσαμε και μετά από λίγο με πήγε στον πατέρα μου. “Αναλαμβάνω τα έξοδα για το σχολείο και ό,τι άλλο χρειαστεί. Θέλω να υπογράψετε να τον πάρω στην ομάδα” είπε. Ο πατέρας μου έβαλε υπογραφή και η Πρόοδος πήρε τότε 45.000 δρχ. Αν και ήμουν μόλις 15,5 χρόνων, έπαιξα βασικός στο πρωτάθλημα με τον Εθνικό, ως δεξί εξτρέμ, με προπονητή τον Γιάννη Χέλμη.
Είχα πολλές προτάσεις τα χρόνια που ακολούθησαν, από τον Ολυμπιακό, τον Παναθηναϊκό, την ΑΕΚ, το εξωτερικό, αλλά έμεινα στον Εθνικό, μέχρι το 1976. Στην εποχή μας το ποδόσφαιρο δεν είχε χρήματα. Ετσι, έγινα εκτελωνιστής. Αργότερα, ανέλαβα όλες τις υποθέσεις που αφορούσαν την εταιρεία του Καρέλλα, την κλωστοϋφαντουργία “Αιγαίον Α.Ε.”. Είχα εξασφαλίσει το μέλλον μου.
Το παρατσούκλι “Τσαφ” μού το έβγαλε ο Βαγγέλης Χέλμης παραμονές αγώνα με τη Δόξα στη Δράμα. Κάναμε μια βόλτα όλοι οι παίκτες μετά το φαγητό και ξαφνικά ο Χέλμης λέει: “Θα κερδίσουμε. Θα κάνει ένα πέταγμα, ένα τσαφ ο Τάκης και θα βάλει την μπάλα στα δίχτυα”. Αυτό ήταν. Την επόμενη μέρα κερδίσαμε 1-0 με γκολ δικό μου. Ημουν από τους πιο γρήγορους επιθετικούς. Η εκκίνησή μου ήταν τρομερή, είχα φοβερό πέταγμα στα πρώτα μέτρα. Το στιλ μου έμοιαζε με του Γκαλέτι, αλλά ήμουν πιο γρήγορος και έπαιζα άνετα και στην αριστερή πλευρά. Αδίκησα τον εαυτό μου, θα μπορούσα να είχα παίξει στο εξωτερικό…
Επί χούντας, με φώναξε ο Ασλανίδης στη ΓΓΑ και μου ζήτησε να πάω με την Εθνική ομάδα στην Αυστραλία. Του είπα πως είχα δουλειά στο τελωνείο, ενώ με είχαν τιμωρήσει από την Ομοσπονδία και για ένα επεισόδιο με τον Θεοφανίδη του Παναθηναϊκού. Πήρε πίσω την τιμωρία, έβαλε δύο εκτελωνιστές στο πόδι μου και έτσι ταξίδεψα το ’68 με την Εθνική. Ο Νταν Γεωργιάδης δεν πίστευε τότε ότι ήμουν 23 ετών και κάποια στιγμή μου ζήτησε την ταυτότητα. Τον ρώτησα, γιατί; Μου είπε ότι με είχε δει σε ένα παιχνίδι με τον Εθνικό και του είπαν πως είμαι μεγάλος, πάνω από 30 χρόνων. Επαιζα βασικός πριν κλείσω τα 16 και πολλοί είχαν άλλη εικόνα.
Το 1973 ήθελε να με πάρει ο Νίκος Γουλανδρής στον Ολυμπιακό. Συναντηθήκαμε σε μία εκδήλωση, ήμουν μαζί με το φίλο και συμπαίκτη μου Μιχάλη Κρητικόπουλο. “Πρόεδρε, ευχαριστώ αλλά δεν μπορώ, ο Μιχάλης είναι παιχταράς, αυτόν πάρε”. Πήρε τον Κρητικόπουλο και εγώ πήγα στον Ολυμπιακό το ’76, γιατί ήθελα να πάρω ένα πρωτάθλημα πριν κλείσω την καριέρα μου. Αλλά έπαιξα μόνο σε ένα παιχνίδι και σταμάτησα γιατί ο Καρέλλας μου είπε να διαλέξω, δουλειά ή ποδόσφαιρο.
Εκανα πολλά σφάλματα. Εβαλα τη δουλειά πάνω από την καριέρα στο ποδόσφαιρο. Δεν κοίταξα να βελτιώσω το ταλέντο μου. Πολλές φορές έμπαινα στον αγώνα χωρίς να έχω προπονηθεί. Ετρεχα στα τελωνεία για τη δουλειά μου.
Με ζήτησε η Νάπολι μετά από ένα φιλικό ματς με τον Εθνικό στην Ιταλία, όμως θα έπρεπε να αφήσω τη δουλειά. Ημουν 27 ετών, παντρεμένος, με μία κόρη μικρή, τη γυναίκα μου έγκυο στο δεύτερο παιδί και σκεφτόμουν αλλιώς. Πριν από λίγους μήνες κατέθεσα τα χαρτιά μου για τη σύνταξη. Ετσι όπως τα έκαναν, όμως, τι θα πάρω;»
Ο Δημήτρης (Τάκης) Χατζηιωάννογλου γεννήθηκε στη Νίκαια του Πειραιά, στις 31 Μαρτίου 1945. Αγωνίστηκε 16 χρόνια στον Εθνικό, είναι πρώτος σκόρερ στην ιστορία του συλλόγου με 102 γκολ (και με πάνω από 300 συμμετοχές), ενώ στη δύση της καριέρας του (1976-77) φόρεσε για λίγο τη φανέλα του Ολυμπιακού. Θεωρείται από τους ταχύτερους επιθετικούς που έχει αναδείξει το ελληνικό ποδόσφαιρο.